- ὑποσχάσει
- ὑποσχάζωtrip upaor subj act 3rd sg (epic)ὑποσχάζωtrip upfut ind mid 2nd sgὑποσχάζωtrip upfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσχάζω — Α κάνω κάποιον να σκοντάψει («ὑποσχάσει πτέρναν σου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σχάζω «αφήνω κάτι να πέσει, προκαλώ κατάρρευση»] … Dictionary of Greek